3,274,917
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνᾰγορεύω:''' παρατ. <i>-ηγόρευον</i>, μέλ. <i>-εύσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ηγόρευσα</i> — Παθ. αόρ. αʹ <i>-ηγορεύθην</i>, παρακ. <i>-ηγόρευμαι</i>· ([[αλλά]] ο μέλ. και αόρ. συμπληρώνονται [[κυρίως]] από το <i>ἀν-ερῶ</i>, <i>ἀν-εῖπον</i>)· [[ανακηρύσσω]] δημόσια, σε Αισχίν. — Παθ., ανακηρύσσομαι, ἀναγορευέσθω [[νικηφόρος]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀνᾰγορεύω:''' παρατ. <i>-ηγόρευον</i>, μέλ. <i>-εύσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ηγόρευσα</i> — Παθ. αόρ. αʹ <i>-ηγορεύθην</i>, παρακ. <i>-ηγόρευμαι</i>· ([[αλλά]] ο μέλ. και αόρ. συμπληρώνονται [[κυρίως]] από το <i>ἀν-ερῶ</i>, <i>ἀν-εῖπον</i>)· [[ανακηρύσσω]] δημόσια, σε Αισχίν. — Παθ., ανακηρύσσομαι, ἀναγορευέσθω [[νικηφόρος]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνᾰγορεύω:''' публично объявлять ([[κήρυγμα]] Polyb.; τι ὑπὸ κηρύκων Plut.); провозглашать (τινά τινα Plut.): ἀ. τινὰ ἥκειν Aeschin. объявить кому-л. приказ явиться; νικῶν ἀνηγορεύετο Dem. он был объявлен победителем. | |||
}} | }} |