3,274,919
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναπειράομαι:''' αποθ., [[προσπαθώ]] ή [[επιχειρώ]] [[ξανά]]· ως [[στρατιωτικός]] και [[ναυτικός]] όρος, [[επαναλαμβάνω]] ή [[εξακολουθώ]] τις ασκήσεις, σε Ηρόδ., Θουκ. | |lsmtext='''ἀναπειράομαι:''' αποθ., [[προσπαθώ]] ή [[επιχειρώ]] [[ξανά]]· ως [[στρατιωτικός]] και [[ναυτικός]] όρος, [[επαναλαμβάνω]] ή [[εξακολουθώ]] τις ασκήσεις, σε Ηρόδ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναπειράομαι:''' <b class="num">1)</b> подвергать испытанию, испытывать (ναῦν Dem.);<br /><b class="num">2)</b> заниматься военными упражнениями, производить военные маневры Her., Thuc., Diod.: ἀναπεπειρᾶσθαι ἅπασι τοῖς σκάφεσι Polyb. устроить маневры всего флота. | |||
}} | }} |