Anonymous

ἀνάξιος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάξιος:''' -ον και -α, -ον·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ανάξιος]], μη θεωρούμενος [[άξιος]] για, με γεν., σε Ηρόδ.· <i>ἀνάξιον σοῦ</i>, [[πολύ]] καλύτερο από εσένα, σε Σοφ.· με απαρ., [[ἀνάξιος]] δυστυχεῖν, αυτός που δεν αξίζει να υποφέρει, στον ίδ.· επίρρ. ἐφθάρησαν [[ἀναξίως]] ἑωυτῶν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[ανάξιος]], μη [[χρήσιμος]], [[ευκαταφρόνητος]], στον ίδ., σε Σοφ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που δεν αξίζει να πάθει [[κακό]], στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, μη άξια, ἀνάξια [[παθεῖν]], σε Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀνάξιος:''' -ον και -α, -ον·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ανάξιος]], μη θεωρούμενος [[άξιος]] για, με γεν., σε Ηρόδ.· <i>ἀνάξιον σοῦ</i>, [[πολύ]] καλύτερο από εσένα, σε Σοφ.· με απαρ., [[ἀνάξιος]] δυστυχεῖν, αυτός που δεν αξίζει να υποφέρει, στον ίδ.· επίρρ. ἐφθάρησαν [[ἀναξίως]] ἑωυτῶν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[ανάξιος]], μη [[χρήσιμος]], [[ευκαταφρόνητος]], στον ίδ., σε Σοφ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που δεν αξίζει να πάθει [[κακό]], στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, μη άξια, ἀνάξια [[παθεῖν]], σε Ευρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάξιος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> недостойный или незаслуженный (τινος Eur., Plat., Plut.; ἀνάξια πάσχειν Eur.): ἀνάξιον μὲν σοῦ, κατάξιον δ᾽ [[ἐμοῦ]] Soph. (который) под стать не тебе, а мне;<br /><b class="num">2)</b> не заслуживающий, не заслуживший (τινος Plut.): ἀ. [[νικᾶν]] Plat. не стоящий того, чтобы одержать над ним победу; ἀ. δυστυχεῖν Soph. не заслуживший несчастной судьбы;<br /><b class="num">3)</b> недостойный, негодный, презренный (ἄνθρωποι Her.; [[φώς]] Soph.);<br /><b class="num">4)</b> невиновный, невинный (πασῶν γυναικῶν ἀναξιωτάτη Soph.).
}}
}}