Anonymous

ἀνανδρία: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνανδρία:''' ἡ, [[έλλειψη]] ανδροσύνης, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δειλία]], [[ανανδρία]], σε Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀνανδρία:''' ἡ, [[έλλειψη]] ανδροσύνης, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δειλία]], [[ανανδρία]], σε Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνανδρία:''' Luc. ἀνανδρηΐη ἡ<br /><b class="num">1)</b> отсутствие мужества, малодушие, тж. робость, трусость Aesch., Eur., Thuc., Isocr., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> оскопление, скопчество Luc.;<br /><b class="num">3)</b> женское безбрачие (девичество или вдовство) Plut.
}}
}}