Anonymous

ἀναθρῴσκω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναθρῴσκω:''' ποιητ. και Ιων. ἀν-[[θρῴσκω]]· αόρ. βʹ <i>-έθορον</i>· [[αναπηδώ]], εκτινάσσομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἀναθρώσκει ἐπὶτὸν ἵππον</i>, αναπηδά, ανεβαίνει πηδώντας πάνω του, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀναθρῴσκω:''' ποιητ. και Ιων. ἀν-[[θρῴσκω]]· αόρ. βʹ <i>-έθορον</i>· [[αναπηδώ]], εκτινάσσομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἀναθρώσκει ἐπὶτὸν ἵππον</i>, αναπηδά, ανεβαίνει πηδώντας πάνω του, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναθρῴσκω:''' (тж. -θρω-), ион. тж. [[ἀνθρῴσκω]] (aor. 2 [[ἀνέθορον]])<br /><b class="num">1)</b> подпрыгивать, подскакивать ([[ὀλοοίτροχος]] ἀναθρῴσκων Hom.; πηδῆσαι καὶ [[ἀναθορεῖν]] Xen.; ὡς βρομιαζόμενος Anth.): [[ἀμβώσας]] ἀναθρῴσκει Her. вскрикнув, он подскочил;<br /><b class="num">2)</b> вскакивать (ἐπὶ τὸν ἵππον Her.);<br /><b class="num">3)</b> бросаться, устремляться ([[αἷμα]] ἀναθρῴσκει Emped. ap. Arst.): ἀναθορὼν ἀπήντησε ([[αὐτῷ]]) Plut. он бросился ему навстречу.
}}
}}