Anonymous

ἀναποδίζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναποδίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[πούς]]), κάνω κάποιον να πισωγυρίσει, [[ανακαλώ]], [[ανακρίνω]], [[ερευνώ]], σε Ηρόδ., Αισχίν.· <i>ἀν. ἑωυτόν</i>, διόρθωσε τον εαυτό του, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀναποδίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[πούς]]), κάνω κάποιον να πισωγυρίσει, [[ανακαλώ]], [[ανακρίνω]], [[ερευνώ]], σε Ηρόδ., Αισχίν.· <i>ἀν. ἑωυτόν</i>, διόρθωσε τον εαυτό του, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναποδίζω:''' <b class="num">1)</b> заставлять вернуться, звать обратно, перен. переспрашивать (τινά Her., Aeschin.): ἀ. ἑαυτόν Her. возвращаться к сказанному; ἀ. τὴν θεραπείαν Luc. сводить на нет (прежнее) лечение;<br /><b class="num">2)</b> идти вспять, возвращаться: ἐπανάγειν τινὰ ἐς τὴν οἰκίαν ἀναποδιζοντα Luc. вести кого-л. домой задом наперед.
}}
}}