Anonymous

ἀναπόδεικτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόδεικτος]], -ον) [[ἀποδείκνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει αποδειχθεί ή δεν μπορεί να αποδειχθεί, [[ανεξέλεγκτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[ανάγκη]] αποδείξεως, που [[είναι]] από [[μόνος]] του [[αληθινός]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόδεικτος]], -ον) [[ἀποδείκνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει αποδειχθεί ή δεν μπορεί να αποδειχθεί, [[ανεξέλεγκτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[ανάγκη]] αποδείξεως, που [[είναι]] από [[μόνος]] του [[αληθινός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπόδεικτος:''' <b class="num">1)</b> недоказуемый Arst.;<br /><b class="num">2)</b> недоказанный Plat., Arst., Plut.
}}
}}