Anonymous

ἀνασκοπέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἀνεσκεψάμην</i>· [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]], [[εξετάζω]] προσεκτικά, σε Αριστοφ., Θουκ.
|lsmtext='''ἀνασκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἀνεσκεψάμην</i>· [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]], [[εξετάζω]] προσεκτικά, σε Αριστοφ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνασκοπέω:''' (реже med.; fut. и aor. от [[ἀνασκέπτομαι]]) внимательно рассматривать, исследовать, обдумывать Thuc., Arph., Xen., Plat., Luc.: ἔτυχέ τι καθ᾽ ἑαυτὸν ἀνασκοπῶν ἐπὶ διαγράμματος Plut. (Архимед) был тогда погружен в исследование чертежа.
}}
}}