ἀναχώννυμι: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναχώννῡμι:''' μέλ. <i>-χώσω</i>, συσωρεύω [[χώμα]] και [[σχηματίζω]] λόφο, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀναχώννῡμι:''' μέλ. <i>-χώσω</i>, συσωρεύω [[χώμα]] και [[σχηματίζω]] λόφο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναχώννῡμι:''' <b class="num">1)</b> насыпать (τάφους Luc.; κόνιν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> поднимать посредством насыпи (ὁδόν Dem.).
}}
}}