Anonymous

ἀναφλεγμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναφλεγμαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, ερεθίζομαι και [[φουσκώνω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀναφλεγμαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, ερεθίζομαι και [[φουσκώνω]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναφλεγμαίνω:''' воспламенять: ἀνεφλέγμῃνε καὶ ἥλκωτο Plut. (грудь) воспалилась и покрылась язвами.
}}
}}