Anonymous

ἀνάμεστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάμεστος:''' -ον, (και —τη στον Ευρ.) [[πλήρης]], [[γεμάτος]], <i>τινος</i>, από ένα [[πράγμα]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀνάμεστος:''' -ον, (και —τη στον Ευρ.) [[πλήρης]], [[γεμάτος]], <i>τινος</i>, από ένα [[πράγμα]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάμεστος:''' <b class="num">1)</b> переполненный, изобилующий (τεττίγων Arph.);<br /><b class="num">2)</b> целиком проникнутый, преисполненный (ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον Dem.).
}}
}}