Anonymous

ἀναπυνθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναπυνθάνομαι:''' μέλ. -[[πεύσομαι]], αόρ. βʹ <i>-επῠθόμην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εξετάζω]] επιμελώς, [[ανακρίνω]], [[διερευνώ]], σε Ηρόδ.· <i>τὸν ποιήσαντα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μαθαίνω]] [[κατόπιν]] έρευνας, στον ίδ., Ξεν.
|lsmtext='''ἀναπυνθάνομαι:''' μέλ. -[[πεύσομαι]], αόρ. βʹ <i>-επῠθόμην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εξετάζω]] επιμελώς, [[ανακρίνω]], [[διερευνώ]], σε Ηρόδ.· <i>τὸν ποιήσαντα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μαθαίνω]] [[κατόπιν]] έρευνας, στον ίδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπυνθάνομαι:''' (fut. [[ἀναπεύσομαι]], aor. 2 ἀνεπυθόμην) расспрашивать, разузнавать (τι Her., Xen. и περί τινος Plat.): ἀναπυθέσθαι τί τινος Arph. разузнать что-л. у кого-л.; ἀ. τινα Her. расспрашивать о ком-л.
}}
}}