Anonymous

ἀμβολάδην: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμβολάδην:''' [ᾰδ], επίρρ. ποιητ. αντί [[ἀναβολάδην]], ([[ἀναβολή]]),<br /><b class="num">I.</b>με κοχλασμό, σε Ομήρ. Ιλ.·<br /><b class="num">II.</b> όμοια με [[προοίμιο]] ή [[προανάκρουσμα]], σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.
|lsmtext='''ἀμβολάδην:''' [ᾰδ], επίρρ. ποιητ. αντί [[ἀναβολάδην]], ([[ἀναβολή]]),<br /><b class="num">I.</b>με κοχλασμό, σε Ομήρ. Ιλ.·<br /><b class="num">II.</b> όμοια με [[προοίμιο]] ή [[προανάκρουσμα]], σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμβολάδην:''' дор. ἀμβολάδαν (λᾰ) adv.<br /><b class="num">1)</b> клокоча, вскипая (ζεῖν Hom., Her.);<br /><b class="num">2)</b> порывами, в виде вспышек (ἐλπίδες ἀ. χαριζόμεναι Anth.);<br /><b class="num">3)</b> в виде торжественного вступления (γηρύειν HH; κωμάζειν Pind.).
}}
}}