Anonymous

ἀναδέρω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναδέρω:''' ποιητ. ἀνδ-, μέλ. <i>-δερῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-έδειρα</i>· [[γδέρνω]] το [[δέρμα]], μεταφ. [[απογυμνώνω]], [[εκθέτω]], <i>τι</i>, σε Λουκ.· ομοίως στη Μέσ. <i>ἀναδέρεσθαι</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀναδέρω:''' ποιητ. ἀνδ-, μέλ. <i>-δερῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-έδειρα</i>· [[γδέρνω]] το [[δέρμα]], μεταφ. [[απογυμνώνω]], [[εκθέτω]], <i>τι</i>, σε Λουκ.· ομοίως στη Μέσ. <i>ἀναδέρεσθαι</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναδέρω:''' поэт. тж. ἀνδέρω<br /><b class="num">1)</b> сдирать кожу, обдирать (πόδας Pind.);<br /><b class="num">2)</b> тж. med., ирон. выворачивать наружу, рассказывать до конца, выкладывать (τι Arph., Luc.).
}}
}}