Anonymous

ἀναπολέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναπολέω:''' ποιητ. ἀμ-[[πολέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κυρίως]] [[αναστρέφω]] το [[χώμα]]· απ' όπου [[επαναλαμβάνω]], [[αναθεωρώ]], σε Πίνδ., Σοφ.
|lsmtext='''ἀναπολέω:''' ποιητ. ἀμ-[[πολέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κυρίως]] [[αναστρέφω]] το [[χώμα]]· απ' όπου [[επαναλαμβάνω]], [[αναθεωρώ]], σε Πίνδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπολέω:''' поэт. [[ἀμπολέω]]<br /><b class="num">1)</b> вновь обдумывать (τρὶς [[τετράκι]] τι Pind.; τι ἐν ἑαυτῷ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> повторять (δὶς καὶ τρὶς ταὐτὰ ἔπη Soph.; μνήμην Plat.).
}}
}}