Anonymous

ἀνεμίζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 16: Line 16:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[ἀνεμίζω]])<br />Ι. <b>ενεργ.</b> [[σείω]] [[κάτι]] στον άνεμο, [[κινώ]] στον αέρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σιτάρι]], [[σταφίδα]] <b>κ.λπ.</b>) [[ρίχνω]] [[ψηλά]] ώστε με τη [[βοήθεια]] του ανέμου να απαλλαγεί από τις ελαφρότερες ξένες ύλες, [[λιχνίζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για ύφασμα ή [[άλλο]] ελαφρό υλικό) σείομαι στον αέρα, [[κυματίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[διώχνω]], [[διασκορπίζω]]<br /><b>2.</b> [[οσφραίνομαι]], μυρίζομαι<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ψυχανεμίζομαι]], [[διαισθάνομαι]], [[αντιλαμβάνομαι]]<br />II. (μέσ., -ομαι) <b>αρχ.-νεοελλ.</b> παρασύρομαι από τον άνεμο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εξαφανίζομαι, [[χάνομαι]]<br /><b>2.</b> [[πέρδομαι]] υπόκωφα.
|mltxt=(Μ [[ἀνεμίζω]])<br />Ι. <b>ενεργ.</b> [[σείω]] [[κάτι]] στον άνεμο, [[κινώ]] στον αέρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σιτάρι]], [[σταφίδα]] <b>κ.λπ.</b>) [[ρίχνω]] [[ψηλά]] ώστε με τη [[βοήθεια]] του ανέμου να απαλλαγεί από τις ελαφρότερες ξένες ύλες, [[λιχνίζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για ύφασμα ή [[άλλο]] ελαφρό υλικό) σείομαι στον αέρα, [[κυματίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[διώχνω]], [[διασκορπίζω]]<br /><b>2.</b> [[οσφραίνομαι]], μυρίζομαι<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ψυχανεμίζομαι]], [[διαισθάνομαι]], [[αντιλαμβάνομαι]]<br />II. (μέσ., -ομαι) <b>αρχ.-νεοελλ.</b> παρασύρομαι από τον άνεμο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εξαφανίζομαι, [[χάνομαι]]<br /><b>2.</b> [[πέρδομαι]] υπόκωφα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεμίζω:''' вздымать, волновать ветром ([[κλύδων]] θαλάσσης ἀνεμιζόμενος NT).
}}
}}