Anonymous

ἀνεμώδης: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεμώδης]], -ες (AM)<br />(για [[χρονικό]] [[διάστημα]]) [[εκείνος]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του οποίου επικρατούν άνεμοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εκτεθειμένος στους ανέμους, [[ανεμοδαρμένος]]<br /><b>2.</b> ο προκαλούμενος από τους ανέμους<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που προμηνύει άνεμο.
|mltxt=[[ἀνεμώδης]], -ες (AM)<br />(για [[χρονικό]] [[διάστημα]]) [[εκείνος]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του οποίου επικρατούν άνεμοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εκτεθειμένος στους ανέμους, [[ανεμοδαρμένος]]<br /><b>2.</b> ο προκαλούμενος από τους ανέμους<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που προμηνύει άνεμο.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεμώδης:''' <b class="num">1)</b> обвеваемый ветрами, наветренный ([[Σκῦρος]] Soph.; [[ἀκρωτήριον]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> вызывающий ветры (κύματα Arst.);<br /><b class="num">3)</b> перен. ветреный (ἔτη Arst.).
}}
}}