Anonymous

ἀνεμοτρεφής: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεμοτρεφής:''' -ές ([[τρέφω]]), αναθρεμμένος από τον άνεμο, λέγεται για το [[κύμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἔγχος]] ἀνεμ., [[βλαστάρι]] από δέντρο αναθρεμμένο από τον άνεμο, δηλ. που έχει καταστεί δυνατό από τη [[μάχη]] με τον άνεμο, στο ίδ.
|lsmtext='''ἀνεμοτρεφής:''' -ές ([[τρέφω]]), αναθρεμμένος από τον άνεμο, λέγεται για το [[κύμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἔγχος]] ἀνεμ., [[βλαστάρι]] από δέντρο αναθρεμμένο από τον άνεμο, δηλ. που έχει καταστεί δυνατό από τη [[μάχη]] με τον άνεμο, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεμοτρεφής:''' <b class="num">1)</b> вздымаемый ветром ([[κῦμα]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> взращенный ветром, т. е. срубленный из выросшего на ветру, т. е. крепкого дерева, крепкий ([[ἔγχος]] Hom.).
}}
}}