Anonymous

ἀνέγκλητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέγκλητος:''' -ον ([[ἐγκαλέω]]), μη εγκαλούμενος, μη [[κατηγορούμενος]], ο [[άνευ]] μομφής, [[άμεμπτος]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''ἀνέγκλητος:''' -ον ([[ἐγκαλέω]]), μη εγκαλούμενος, μη [[κατηγορούμενος]], ο [[άνευ]] μομφής, [[άμεμπτος]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέγκλητος:''' безукоризненный, безупречный Xen., Plat., Arst., Dem.
}}
}}