Anonymous

ἀναπόδραστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόδραστος]], -ον) [[ἀποδιδράσκω]]<br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον αποφύγει, ο [[αναπόφευκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να αποδράσει, να φύγει.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόδραστος]], -ον) [[ἀποδιδράσκω]]<br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον αποφύγει, ο [[αναπόφευκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να αποδράσει, να φύγει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπόδραστος:''' неизбежный, неминуемый Arst., Plut.
}}
}}