Anonymous

ἀναπέμπω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναπέμπω:''' ποιητ. -ἀμπ-, μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέλνω]] προς τα πάνω, σε Αισχύλ.· [[στέλνω]] προς τα [[μπρος]], σε Πίνδ. — Μέσ., [[στέλνω]] εκ μέρους μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[στέλνω]] σε ψηλότερο [[σημείο]], από τα παράλια στην [[ενδοχώρα]], [[ιδίως]] στην Κεντρική Ασία, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[στέλνω]] [[πίσω]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀναπέμπω:''' ποιητ. -ἀμπ-, μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέλνω]] προς τα πάνω, σε Αισχύλ.· [[στέλνω]] προς τα [[μπρος]], σε Πίνδ. — Μέσ., [[στέλνω]] εκ μέρους μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[στέλνω]] σε ψηλότερο [[σημείο]], από τα παράλια στην [[ενδοχώρα]], [[ιδίως]] στην Κεντρική Ασία, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[στέλνω]] [[πίσω]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπέμπω:''' поэт. [[ἀμπέμπω]]<br /><b class="num">1)</b> высылать наверх, выпускать (κάτωθέν τι Aesch.; κρουνούς Pind.; τοξεύματα [[πανταχόθεν]] Plut.): ἀ. παντοῖα φύματα Plat. вызывать всевозможные опухоли;<br /><b class="num">2)</b> (вглубь или вверх) посылать, отсылать (τινὰ ὡς [[βασιλέα]] Thuc.; φρουροὺς εἰς τὰς ἄκρας Xen.; [[στρατόπεδον]] ἐπί τινα Isocr.; τινὰς εἰς τὴν Ῥώμην Polyb.); ἀποπέμπεσθαί τινα Xen. отпускать кого-л. от себя; ἀ. τὸ [[γένος]] εἴς τινα Diod. возводить свой род к кому-л. или вести свою родословную от кого-л.
}}
}}