Anonymous

ἀναγνωρίζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀναγνωρίζω]])<br />[[γνωρίζω]] εκ νέου κάποιον ή [[κάτι]] που μού ήταν γνωστό [[προηγουμένως]], [[ξαναφέρνω]] στη [[μνήμη]] μου, [[θυμάμαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] ως πραγματικό, [[ομολογώ]], [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]], [[εκτιμώ]]<br /><b>2.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] έγκυρο<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. πρκμ.) <i>αναγνωρισμένος</i>, -η, -ο<br />ο γενικά [[αποδεκτός]], [[έγκυρος]], φημισμένος<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κάνω]] τον εαυτό μου γνωστό, [[παρουσιάζομαι]], φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην [[τραγωδία]]) [[λαμβάνω]] [[γνώση]] προσώπου ή πράγματος και [[έτσι]] προκαλείται η [[λύση]] της πλοκής του δράματος<br /><b>2.</b> [[γνωρίζω]], με την [[εφαρμογή]] της επαγωγικής μεθόδου, [[κάτι]] που δεν γνώριζα πρωτύτερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γνωρίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναγνώριση]](-<i>ις</i>), [[αναγνώρισμα]], [[αναγνωρισμός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αναγνωριστικός]] <b>νεοελλ.</b> [[αναγνωρίσιμος]]].
|mltxt=(Α [[ἀναγνωρίζω]])<br />[[γνωρίζω]] εκ νέου κάποιον ή [[κάτι]] που μού ήταν γνωστό [[προηγουμένως]], [[ξαναφέρνω]] στη [[μνήμη]] μου, [[θυμάμαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] ως πραγματικό, [[ομολογώ]], [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]], [[εκτιμώ]]<br /><b>2.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] έγκυρο<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. πρκμ.) <i>αναγνωρισμένος</i>, -η, -ο<br />ο γενικά [[αποδεκτός]], [[έγκυρος]], φημισμένος<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κάνω]] τον εαυτό μου γνωστό, [[παρουσιάζομαι]], φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην [[τραγωδία]]) [[λαμβάνω]] [[γνώση]] προσώπου ή πράγματος και [[έτσι]] προκαλείται η [[λύση]] της πλοκής του δράματος<br /><b>2.</b> [[γνωρίζω]], με την [[εφαρμογή]] της επαγωγικής μεθόδου, [[κάτι]] που δεν γνώριζα πρωτύτερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γνωρίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναγνώριση]](-<i>ις</i>), [[αναγνώρισμα]], [[αναγνωρισμός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αναγνωριστικός]] <b>νεοελλ.</b> [[αναγνωρίσιμος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναγνωρίζω:''' <b class="num">1)</b> вновь узнавать, опознавать (τινά Plat.);<br /><b class="num">2)</b> узнавать, знакомиться (τι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> знакомить: ἀναγνωρίσας τινἀς Arst. открывшись или назвав себя некоторым (людям).
}}
}}