Anonymous

ἀνέφικτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνέφικτος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ακατόρθωτος]], [[ανεπίτευκτος]], [[απραγματοποίητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απλησίαστος]] με τη [[σκέψη]], [[ακατανόητος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνέφικτος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ακατόρθωτος]], [[ανεπίτευκτος]], [[απραγματοποίητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απλησίαστος]] με τη [[σκέψη]], [[ακατανόητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέφικτος:''' неприступный, недосягаемый ([[ὕψος]] Plut.; [[ἀδύνατος]] καὶ ἀ. ἀνθρώπῳ Luc.).
}}
}}