Anonymous

ἀνιστορέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνιστορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ερωτώ]] να μάθω, [[ερευνώ]] για, σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., [[ρωτώ]] κάποιον σχετικά με [[κάτι]], σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως, ἀν.τινὰ [[περί]] τινος, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀνιστορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ερωτώ]] να μάθω, [[ερευνώ]] για, σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., [[ρωτώ]] κάποιον σχετικά με [[κάτι]], σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως, ἀν.τινὰ [[περί]] τινος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνιστορέω:''' (рас)спрашивать (τινα Aesch., Soph. и τινα περί τινος Eur.).
}}
}}