Anonymous

ἀνερμάτιστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνερμάτιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πλοία) [[χωρίς]] [[έρμα]], [[σαβούρα]]<br /><b>2.</b> ο [[άστατος]], ο [[αλλοπρόσαλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέχει καλά ένα [[θέμα]], δεν έχει επιστημονική [[συγκρότηση]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ηθικές αρχές και [[σταθερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[άδειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ερματίζω]] «[[τοποθετώ]] [[έρμα]], [[υποστήριγμα]]»].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνερμάτιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πλοία) [[χωρίς]] [[έρμα]], [[σαβούρα]]<br /><b>2.</b> ο [[άστατος]], ο [[αλλοπρόσαλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέχει καλά ένα [[θέμα]], δεν έχει επιστημονική [[συγκρότηση]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ηθικές αρχές και [[σταθερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[άδειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ερματίζω]] «[[τοποθετώ]] [[έρμα]], [[υποστήριγμα]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνερμάτιστος:''' <b class="num">1)</b> ненагруженный, порожний (πλοῖα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> ненакрытый, пустой ([[τράπεζα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> перен. неустойчивый, шаткий ([[ἄνθρωπος]] [[ἀκυβέρνητος]] καὶ ἀ. Plut.).
}}
}}