Anonymous

ἀνιμάω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνῐμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀνά]], [[ἱμάς]]), μόνο στον ενεστ. και παρατ. ·<br /><b class="num">I.</b> [[αντλώ]] [[νερό]] μέσω δερματικών λωρίδων· γενικά, [[ανασύρω]] ή [[ανέλκω]], σε Ξεν.· επίσης Μέσ., <i>ἀνιμῶμαι</i>, σε Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. (ενν. <i>ἑαυτόν</i>), [[ανεβαίνω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀνῐμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀνά]], [[ἱμάς]]), μόνο στον ενεστ. και παρατ. ·<br /><b class="num">I.</b> [[αντλώ]] [[νερό]] μέσω δερματικών λωρίδων· γενικά, [[ανασύρω]] ή [[ανέλκω]], σε Ξεν.· επίσης Μέσ., <i>ἀνιμῶμαι</i>, σε Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. (ενν. <i>ἑαυτόν</i>), [[ανεβαίνω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνῐμάω:''' (в aor. и pf. ῑ)<br /><b class="num">1)</b> тж. med. тащить вверх, вытаскивать, извлекать (ἀλλήλους τοῖς δόρασι Xen.; ὅδωρ ἐκ τοῦ φρέατος Plut.; ἀνιμᾶται ὁ [[ἥλιος]] τὰς σήψεις Arst.);<br /><b class="num">2)</b> (sc. ἑαυτόν) взбираться, подниматься Xen.
}}
}}