Anonymous

ἀνδραποδώδης: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρᾰποδώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[δουλικός]], [[υπηρετικός]], [[δουλοπρεπής]], [[ποταπός]], σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. <i>-δῶς</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀνδρᾰποδώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[δουλικός]], [[υπηρετικός]], [[δουλοπρεπής]], [[ποταπός]], σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. <i>-δῶς</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρᾰποδώδης:''' <b class="num">1)</b> присвоенный рабам, рабский, невольничий ([[θρίξ]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> перен. свойственный рабам, низменный ([[ἀρετή]] Plat.; ἡδοναί Arst.);<br /><b class="num">3)</b> раболепный ([[πλῆθος]] Arst.).
}}
}}