Anonymous

ἀνοδύρομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνοδύρομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠροῦμαι</i>, αποθ., [[ξεκινώ]] θρήνο, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀνοδύρομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠροῦμαι</i>, αποθ., [[ξεκινώ]] θρήνο, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνοδύρομαι:''' разражаться жалобами, (за)рыдать Xen., Plut.
}}
}}