Anonymous

ἀνθρωποκτόνος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθρωποκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που σκοτώνει ανθρώπους, [[δολοφόνος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., εφοδιασμένος με σφαγιασμένους ανθρώπους, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀνθρωποκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που σκοτώνει ανθρώπους, [[δολοφόνος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., εφοδιασμένος με σφαγιασμένους ανθρώπους, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρωποκτόνος:''' убивающий людей, человекоубийца Eur.: ἀ. [[χρησμός]] Plut. оракул, повелевающий человекоубийство.
}}
}}