Anonymous

ἀνορέγω: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνορέγω]] (Α) [[[ορέγω]] «[[εκτείνω]], [[προτείνω]]»]<br />(για τους ελέφαντες) [[σηκώνω]] την [[προβοσκίδα]] [[προς]] τα [[επάνω]].
|mltxt=[[ἀνορέγω]] (Α) [[[ορέγω]] «[[εκτείνω]], [[προτείνω]]»]<br />(για τους ελέφαντες) [[σηκώνω]] την [[προβοσκίδα]] [[προς]] τα [[επάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνορέγω:''' протягивать вверх, поднимать ([[ἄνω]] τι Arst.).
}}
}}