Anonymous

ἀνόνητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνόνητος:''' Δωρ. -ᾶτος, <i>-ον</i> ([[ὀνίνημι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ανωφελής]], [[ακερδής]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· ουδ. πληθ., <i>ἀνόνητα</i>, ως επίρρ., [[μάταια]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., αυτός που δεν αποφέρει [[κέρδος]] από [[κάτι]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀνόνητος:''' Δωρ. -ᾶτος, <i>-ον</i> ([[ὀνίνημι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ανωφελής]], [[ακερδής]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· ουδ. πληθ., <i>ἀνόνητα</i>, ως επίρρ., [[μάταια]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., αυτός που δεν αποφέρει [[κέρδος]] από [[κάτι]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνόνητος:''' <b class="num">1)</b> бесполезный, напрасный, ненужный (ἔπη Soph. - v. l. [[ἀνόητος]]; [[γάμος]] Eur.; τὰ ἐκτὸς ἀγαθά Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не умеющий пользоваться, не извлекающий никакой пользы (τινος Dem.).
}}
}}