Anonymous

ἀντεράω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντεράω:'''<b class="num">I.</b> ανταγαπάω, σε Αισχύλ.· <i>ἀντερᾶν τινος</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀντ. τινί τινος</i>, είμαι [[αντίζηλος]] με κάποιον [[άλλο]] στον έρωτα, σε Ευρ.· απόλ., <i>τὸ ἀντερᾶν</i>, ζηλόφθονη [[αγάπη]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀντεράω:'''<b class="num">I.</b> ανταγαπάω, σε Αισχύλ.· <i>ἀντερᾶν τινος</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀντ. τινί τινος</i>, είμαι [[αντίζηλος]] με κάποιον [[άλλο]] στον έρωτα, σε Ευρ.· απόλ., <i>τὸ ἀντερᾶν</i>, ζηλόφθονη [[αγάπη]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντεράω:''' <b class="num">1)</b> любить друг друга (οἱ ἀντερῶντες Aesch.); pass. быть взаимно любимым ([[ἐρῶν]] τῆς γυναικὸς ἀντερᾶται Xen.; ἀντερᾶσθαι [[ὑπό]] τινος Plut., Luc.);<br /><b class="num">2)</b> быть соперником в любви (τινι Plut.): ἐρῶντί τινι ἀ. τινος Eur. соперничать с кем-л. в любви к кому(чему)-л.
}}
}}