Anonymous

ἀνθυπάγω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθυπάγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ξω</i>, [[προσάγω]] σε [[δίκη]] με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀνθυπάγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ξω</i>, [[προσάγω]] σε [[δίκη]] με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθυπάγω:''' (sc. ἐς [[δίκην]]) предъявлять встречное обвинение, вызывать в свою очередь на суд (ὑπάγουσιν αὐτόν, ὁ δὲ ἀνθυπάγει τοὺς ἄνδρας Thuc.).
}}
}}