Anonymous

ἀνταλαλάζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντᾰλᾰλάζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανταποδίδω]] [[κραυγή]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀντᾰλᾰλάζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανταποδίδω]] [[κραυγή]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντᾰλαλάζω:''' отвечать криком, кричать в ответ (ἀντηλάλαξε [[ἠχώ]] Aesch.; οἱ μὲν ἀλαλάξαντες ἐπέβαινον …, οἱ δ᾽ ἀντηλάλαξαν Plut.).
}}
}}