Anonymous

ἀντιδωρέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιδωρέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[δωρίζω]] σε [[αντάλλαγμα]], <i>τινά τινι</i>, κάποιον με [[κάτι]], σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, <i>ἀντ. τινί τι</i>, [[δωρίζω]] [[κάτι]] σε [[ανταπόδοση]] προς κάποιον, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀντιδωρέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[δωρίζω]] σε [[αντάλλαγμα]], <i>τινά τινι</i>, κάποιον με [[κάτι]], σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, <i>ἀντ. τινί τι</i>, [[δωρίζω]] [[κάτι]] σε [[ανταπόδοση]] προς κάποιον, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιδωρέομαι:''' дарить в ответ (τι Arst.; τινί τι Eur., Plat. и τινά τινι Her., Plat.).
}}
}}