Anonymous

ἀντίξοος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίξοος:''' -ον, συνηρ. -ξους, <i>-ουν</i> ([[ξέω]]), [[αντίθετος]], [[ανάποδος]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἀντίξοον</i>, [[αντίθεση]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀντίξοος:''' -ον, συνηρ. -ξους, <i>-ουν</i> ([[ξέω]]), [[αντίθετος]], [[ανάποδος]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἀντίξοον</i>, [[αντίθεση]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίξοος:''' стяж. [[ἀντίξους]] 2 противодействующий, враждебный (στρατόν, [[γνώμη]] Her.): ἐγίνοντο ἀντίξοοι [[αὐτῷ]] Her. они оказали ему противодействие.
}}
}}