3,274,916
edits
(3) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐοῦμαι</i>· ως αποθ., [[αγωνίζομαι]] ενάντια, είμαι [[αντίπαλος]] κάποιου, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· γενικά, [[αντιμάχομαι]] ή [[διαφιλονικώ]] με, <i>τινι</i>, σε Θουκ.· <i>οἱ ἀνταγωνιζόμενοί τι</i>, οι διάδικοι, αντίδικοι σε [[δίκη]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀντᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐοῦμαι</i>· ως αποθ., [[αγωνίζομαι]] ενάντια, είμαι [[αντίπαλος]] κάποιου, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· γενικά, [[αντιμάχομαι]] ή [[διαφιλονικώ]] με, <i>τινι</i>, σε Θουκ.· <i>οἱ ἀνταγωνιζόμενοί τι</i>, οι διάδικοι, αντίδικοι σε [[δίκη]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντᾰγωνίζομαι:''' <b class="num">1)</b> сражаться, воевать (τινι Her., Thuc., Xen.);<br /><b class="num">2)</b> состязаться, соревноваться, соперничать, спорить (τινι Thuc., Plut.; περί τινος Arst.): οἱ ἀνταγωνιζόμενοί τι Xen. тяжущиеся стороны (в суде);<br /><b class="num">3)</b> pass. быть сопоставляемым, быть противопоставляемым (τινι Xen.). | |||
}} | }} |