Anonymous

ἀνταγωνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐοῦμαι</i>· ως αποθ., [[αγωνίζομαι]] ενάντια, είμαι [[αντίπαλος]] κάποιου, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· γενικά, [[αντιμάχομαι]] ή [[διαφιλονικώ]] με, <i>τινι</i>, σε Θουκ.· <i>οἱ ἀνταγωνιζόμενοί τι</i>, οι διάδικοι, αντίδικοι σε [[δίκη]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀντᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐοῦμαι</i>· ως αποθ., [[αγωνίζομαι]] ενάντια, είμαι [[αντίπαλος]] κάποιου, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Θουκ.· γενικά, [[αντιμάχομαι]] ή [[διαφιλονικώ]] με, <i>τινι</i>, σε Θουκ.· <i>οἱ ἀνταγωνιζόμενοί τι</i>, οι διάδικοι, αντίδικοι σε [[δίκη]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντᾰγωνίζομαι:''' <b class="num">1)</b> сражаться, воевать (τινι Her., Thuc., Xen.);<br /><b class="num">2)</b> состязаться, соревноваться, соперничать, спорить (τινι Thuc., Plut.; περί τινος Arst.): οἱ ἀνταγωνιζόμενοί τι Xen. тяжущиеся стороны (в суде);<br /><b class="num">3)</b> pass. быть сопоставляемым, быть противопоставляемым (τινι Xen.).
}}
}}