Anonymous

ἀντιλέγω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιλέγω:''' μέλ. <i>-λέξω</i>, [[αλλά]] ο [[κοινός]] μέλ. είναι [[ἀντερῶ]]· αόρ. αʹ <i>-έλεξα</i> ([[αλλά]] ο αόρ. που χρησιμ. κοινώς είναι το [[ἀντεῖπον]])· ομοίως ο παρακ. είναι <i>ἀντείρηκα</i>, ο Παθ. μέλ. <i>ἀντερήσομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]] ενάντια, [[αντικρούω]], [[αντιπαραβάλλω]], <i>τινί</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· τινὶ [[περί]] τινος, σε Ξεν.· [[ὑπὲρ]] τινος, στον ίδ.· [[πρός]] τι, σε Αριστοφ.· <i>ἀντ. ὡς</i>, [[ανακοινώνω]] αντιθετικά ή [[απαντώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ. [[ανταπαντώ]] ότι..., σε Θουκ.· <i>ἀντ. μὴ ποιεῖν</i>, [[μιλώ]] ενάντια στο να γίνει, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., επικαλούμαι σε [[απάντηση]], σε Σοφ., Θουκ. — Παθ., αμφισβητούμαι, σε Ξεν.· λέγεται για [[τόπο]], διαφιλονικούμαι, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[αντιλέγω]], [[μιλώ]] κατά [[αντιπαραβολή]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>οἱ ἀντιλέγοντες</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀντιλέγω:''' μέλ. <i>-λέξω</i>, [[αλλά]] ο [[κοινός]] μέλ. είναι [[ἀντερῶ]]· αόρ. αʹ <i>-έλεξα</i> ([[αλλά]] ο αόρ. που χρησιμ. κοινώς είναι το [[ἀντεῖπον]])· ομοίως ο παρακ. είναι <i>ἀντείρηκα</i>, ο Παθ. μέλ. <i>ἀντερήσομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]] ενάντια, [[αντικρούω]], [[αντιπαραβάλλω]], <i>τινί</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· τινὶ [[περί]] τινος, σε Ξεν.· [[ὑπὲρ]] τινος, στον ίδ.· [[πρός]] τι, σε Αριστοφ.· <i>ἀντ. ὡς</i>, [[ανακοινώνω]] αντιθετικά ή [[απαντώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ. [[ανταπαντώ]] ότι..., σε Θουκ.· <i>ἀντ. μὴ ποιεῖν</i>, [[μιλώ]] ενάντια στο να γίνει, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., επικαλούμαι σε [[απάντηση]], σε Σοφ., Θουκ. — Παθ., αμφισβητούμαι, σε Ξεν.· λέγεται για [[τόπο]], διαφιλονικούμαι, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[αντιλέγω]], [[μιλώ]] κατά [[αντιπαραβολή]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>οἱ ἀντιλέγοντες</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιλέγω:''' (fut. ἀντιλέξω и [[ἀντερῶ]], aor. ἀντέλεξα и [[ἀντεῖπον]], pf. ἀντείρηκα)<br /><b class="num">1)</b> высказываться против, противоречить, опровергать, возражать (τινὶ περί или [[ὑπέρ]] τινος Xen. и τινί τι Thuc.); οὐδὲν [[ἀντιλεκτέον]] Eur. спору нет; ἀ. μὴ ποιεῖν τι Thuc. возражать против какого-л. действия; ἀ. μὴ οὐ ἀξιοῦσθαι … Xen. утверждать, что не подобает …;<br /><b class="num">2)</b> приводить в возражение (τὸν [[ἐναντίον]] λόγον τινί Lys.);<br /><b class="num">3)</b> оспаривать ([[χωρίον]] [[ὑπό]] τινος ἀντιλεγόμενον Xen.): τὰ ἀντιλεγόμενα Polyb. спорные вопросы.
}}
}}