Anonymous

ἀντιμέτωπος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιμέτωπος:''' -ον ([[μέτωπον]]), αυτός που βρίσκεται [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀντιμέτωπος:''' -ον ([[μέτωπον]]), αυτός που βρίσκεται [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιμέτωπος:''' обращенный лицом (к лицу): ἀ. συνέρραξε τοῖς Θηραίοις Xen. (Агесилай) атаковал фиванцев с фронта.
}}
}}