Anonymous

ἀντιστρατεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιστρᾰτεύομαι:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, αποθ., [[διεξάγω]] πόλεμο [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινι</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀντιστρᾰτεύομαι:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, αποθ., [[διεξάγω]] πόλεμο [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινι</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιστρᾰτεύομαι:''' выступать в поход, идти войной (τινι Xen.).
}}
}}