Anonymous

ἀνεπιχείρητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεπιχείρητος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί να επιχειρήσει [[κάποιος]], [[ακατόρθωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει επιχειρηθεί<br /><b>2.</b> [[απρόσβλητος]], [[ακαταμάχητος]].
|mltxt=[[ἀνεπιχείρητος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί να επιχειρήσει [[κάποιος]], [[ακατόρθωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει επιχειρηθεί<br /><b>2.</b> [[απρόσβλητος]], [[ακαταμάχητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπιχείρητος:''' <b class="num">1)</b> неприступный, неодолимый (τινι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не предпринятый, не начатый ([[ἄρρητος]] καὶ ἀ. Plut.).
}}
}}