Anonymous

ἀντισχυρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντισχυρίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχυρίζομαι]] το αντίθετο<br /><b>2.</b> [[αντιτίθεμαι]] σε [[κάτι]].
|mltxt=[[ἀντισχυρίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχυρίζομαι]] το αντίθετο<br /><b>2.</b> [[αντιτίθεμαι]] σε [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντισχῡρίζομαι:''' твердо отстаивать противоположное мнение, не уступать (πρός τινα Plut.): ἀντισχυριζόμενος [[τἀναντία]] [[γιγνώσκω]] Thuc. я решительно убежден в обратном.
}}
}}