Anonymous

ἀντιλακτίζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιλακτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[χτυπώ]] ενάντια σε, <i>τινί</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀντιλακτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[χτυπώ]] ενάντια σε, <i>τινί</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιλακτίζω:''' <b class="num">1)</b> брыкаться в ответ (εἰ [[ὄνος]] ἐλάκτισεν, ἀντιλακτίσαι τοῦτον Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. отвечать ударами, бить (ὑπ᾽ ὀργῆς τινα Arph.);<br /><b class="num">3)</b> не допускать до себя, задерживать (κνίσσ᾽ ἀντιλακτίζουσα καπνῷ Plut.).
}}
}}