Anonymous

ἀντιλάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιλάζομαι:''' -ῠμαι, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[κρατιέμαι]], βαστιέμαι από, με γεν., σε Ευρ.· [[συμμετέχω]], <i>πόνων</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[αποδέχομαι]] ως [[αντάλλαγμα]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀντιλάζομαι:''' -ῠμαι, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[κρατιέμαι]], βαστιέμαι από, με γεν., σε Ευρ.· [[συμμετέχω]], <i>πόνων</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[αποδέχομαι]] ως [[αντάλλαγμα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιλάζομαι:''' хватать, держать (χερί τινος Eur.).
}}
}}