Anonymous

ἀντιπαρέχω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπαρέχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[παρέχω]] με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.· <i>ἀντ. πράγματα</i>, [[προκαλώ]] [[πρόβλημα]] ως [[ανταπόδοση]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀντιπαρέχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[παρέχω]] με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.· <i>ἀντ. πράγματα</i>, [[προκαλώ]] [[πρόβλημα]] ως [[ανταπόδοση]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιπαρέχω:''' тж. med. доставлять в свою очередь или взамен (τί τινι Thuc., Xen., Dem., Anth.).
}}
}}