Anonymous

ἀντικάθημαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντικάθημαι:''' Ιων. ἀντι-κάτ-, παρακ. του [[ἀντικαθίζομαι]], που χρησιμ. ως ενεστ., [[κάθομαι]] [[απέναντι]]· λέγεται για στρατεύματα ή στόλους, [[στέκομαι]] αντίθετα, ώστε να παρακολουθεί ο [[ένας]] τον [[άλλο]], σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἀντικάθημαι:''' Ιων. ἀντι-κάτ-, παρακ. του [[ἀντικαθίζομαι]], που χρησιμ. ως ενεστ., [[κάθομαι]] [[απέναντι]]· λέγεται για στρατεύματα ή στόλους, [[στέκομαι]] αντίθετα, ώστε να παρακολουθεί ο [[ένας]] τον [[άλλο]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντικάθημαι:''' ион. [[ἀντικάτημαι]] [pf. praes. к [[ἀντικαθίζομαι]]<br /><b class="num">1)</b> быть расположенным (лагерем) напротив Thuc., Xen., Polyb., Plut.: τοῖς τείχεσιν ἀ. Plut. стоять у стен (города), осаждать (город);<br /><b class="num">2)</b> противостоять, противоречить (ἰσχυρὸς ἀντικάθηται [[τούτῳ]] [[λόγος]] Sext.).
}}
}}