3,277,119
edits
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιδῐκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρατ. <i>ἠντιδίκουν</i>, ή με [[διπλή]] αύξ. <i>ἠντεδίκουν</i>, αόρ. αʹ <i>ἠντεδίκησα</i>· ([[ἀντίδικος]])· [[αντιδικώ]], [[διαφωνώ]], [[διαφιλονικώ]], [[προσάγω]] στο δικαστήριο, [[περί]] τινος, σε Ξεν.· <i>οἱ ἀντιδικοῦντες</i>, οι διάδικοι, σε Πλάτ.· απόλ., λέγεται για τον συνήγορο, σε Αριστοφ.· ἀντ. [[πρός]] τι ή [[πρός]] τινα, [[εγείρω]] [[δίκη]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Δημ. | |lsmtext='''ἀντιδῐκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρατ. <i>ἠντιδίκουν</i>, ή με [[διπλή]] αύξ. <i>ἠντεδίκουν</i>, αόρ. αʹ <i>ἠντεδίκησα</i>· ([[ἀντίδικος]])· [[αντιδικώ]], [[διαφωνώ]], [[διαφιλονικώ]], [[προσάγω]] στο δικαστήριο, [[περί]] τινος, σε Ξεν.· <i>οἱ ἀντιδικοῦντες</i>, οι διάδικοι, σε Πλάτ.· απόλ., λέγεται για τον συνήγορο, σε Αριστοφ.· ἀντ. [[πρός]] τι ή [[πρός]] τινα, [[εγείρω]] [[δίκη]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιδῐκέω:''' (impf. ἠντιδίκουν и ἠντεδίκουν)<br /><b class="num">1)</b> вести тяжбу, судиться (περί τινος Xen.): οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι Plat. обе тяжущиеся стороны;<br /><b class="num">2)</b> быть ответчиком, защищаться (πρός τινα Isae. и πρός τι Dem.): ἀντιδικῶν Arph. ответчик;<br /><b class="num">3)</b> возражать Lys.: ἀ. ταῖς διαβολαῖς Dem. опровергать клевету. | |||
}} | }} |