Anonymous

ἀνθυβρίζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθυβρίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[μεταχειρίζομαι]] υβριστικά ο [[ένας]] τον [[άλλο]], [[ανταποδίδω]] την ύβρη, σε Ευρ., Πλούτ.
|lsmtext='''ἀνθυβρίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[μεταχειρίζομαι]] υβριστικά ο [[ένας]] τον [[άλλο]], [[ανταποδίδω]] την ύβρη, σε Ευρ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθυβρίζω:''' взаимно наносить обиды или отплачивать за обиды (ἀντισκῶψαὶ καὶ ἀνθυβρίσαι Plut.; ὀργίζου [[μέν]], μὴ ἀνθύβριζε δέ Luc.): [[ὅδε]] γὰρ εἰς [[ἡμᾶς]] ὑβρίζει. - Καὶ γὰρ ἀνθυβρίζομαι Eur. ведь он наносит мне обиды. - Но ведь и мне они наносятся.
}}
}}