Anonymous

ἀνυπόθετος: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνυπόθετος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον υποθέσει, [[παράλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]], αυτός που ισχύει [[χωρίς]] όρους και προϋποθέσεις («[[ἀνυπόθετος]] [[ἀρχή]]», [[Πλάτων]])<br /><b>2.</b> [[αβάσιμος]], [[ανυπόστατος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνυπόθετος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον υποθέσει, [[παράλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]], αυτός που ισχύει [[χωρίς]] όρους και προϋποθέσεις («[[ἀνυπόθετος]] [[ἀρχή]]», [[Πλάτων]])<br /><b>2.</b> [[αβάσιμος]], [[ανυπόστατος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνυπόθετος:''' <b class="num">1)</b> не предположительный, т. е. безусловный, абсолютный ([[ἀρχή]] Plat., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> лишенный оснований Plut.
}}
}}