Anonymous

ἀντιτάσσω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιτάσσω:''' Αττ. -[[τάττω]], μέλ. <i>-τάξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βάζω]] [[απέναντι]], [[παρατάσσω]] στρατό [[εναντίον]], <i>τινά τινι</i>, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τι [[πρός]] τι, σε Αισχίν.· ομοίως στη Μέσ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. επίσης, [[βάζω]] τον εαυτό μου ενάντια σε, [[έρχομαι]] [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], [[αντιμετωπίζω]] στη [[μάχη]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>τινι</i>, σε Δημ. — Παθ., παρατάσσομαι [[εναντίον]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· [[πρός]] τινα, σε Ηρόδ., Ξεν.· κατά τινα, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀντιτάσσω:''' Αττ. -[[τάττω]], μέλ. <i>-τάξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βάζω]] [[απέναντι]], [[παρατάσσω]] στρατό [[εναντίον]], <i>τινά τινι</i>, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τι [[πρός]] τι, σε Αισχίν.· ομοίως στη Μέσ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. επίσης, [[βάζω]] τον εαυτό μου ενάντια σε, [[έρχομαι]] [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], [[αντιμετωπίζω]] στη [[μάχη]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>τινι</i>, σε Δημ. — Παθ., παρατάσσομαι [[εναντίον]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· [[πρός]] τινα, σε Ηρόδ., Ξεν.· κατά τινα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιτάσσω:''' атт. [[ἀντιτάττω]] тж. med.<br /><b class="num">1)</b> выстраивать к бою (τινά τινι Her., Aesch., Plut. и πρός τινα Plut.; κατὰ τοὺς πολεμίους ἀντιταχθῆναι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> med. оказывать организованное сопротивление, давать бой (τινι Thuc., Polyb., πρός τινα Her., Xen. и [[κατά]] τινα Xen.): οἱ ἀντιταττόμενοι Plut. неприятельские войска, противник;<br /><b class="num">3)</b> противопоставлять (τί τινι Aeschin. и τι πρός τι Isocr.); med. противиться (πάσαις ταῖς ἐπιθυμίαις Polyb.): περί τινος ἀντιτάξασθαί τινι Dem. вступить в борьбу с кем-л. из-за чего-л.; τὸ ἀντιτετάχθαι ἀλλήλοις τῇ γνώμῃ Thuc. разногласие, разноголосица.
}}
}}